-
1 бросок
-
2 выбрасывание
-я ουδ.1. ρίξιμο, πέταγμα έξω. || μτφ. διαγραφή, σβήσιμο, περικοπή, κόψιμο. || μτφ. σπατάλη.2. πρόταση, προβολή.3. προπομπή. || βγάλσιμο, ρίξιμο. -
3 подсыпка
-
4 разлив
-а α.1. χύση, χύσιμο, ρίξιμο•металла χύσιμο του μέταλλου•
разлив вина в стаканы ρίξιμο κρασιού στα ποτήρια.
2. πλημμύρισμα•разлив реки πλημμύρισμα του ποταμού.
3. μτφ. διάδοση, διάχυση, εξάπλωση.4. πλημμυρίδα, μαρέα, μπασιά, φουσκονεριά. -
5 скидка
-и θ.1. ρίξιμο, πέταγμα•скидка снега с крыши ρίξιμο κάτω του χιονιού από τη στέγη.
2. έκπτωση, σκόντο.3. υποχώρηση, ένδοση, επιείκεια. -
6 заброс
1. (бросание, закидывание) το πέταγμα, το ρίξιμο 2. (заполнение) το γέμισμα 3. (сильное увеличение) тех. η υπερβολική αύξησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заброс
-
7 замёт невода
το ρίξιμο/η τοποθέτηση του δικτύου (στη θάλασσα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замёт невода
-
8 сбрасывание
η ρίψη, το ρίξιμοаварийное - ав. η απόρριψη (π.χ. των καυσίμων)принудительное - ав. η αναγκαστική απόρριψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбрасывание
-
9 свалка
1. (действие) το ξεφόρτωμα, η εκφόρτωση, το ρίξιμο 2. (место, куда сваливают что-л.) о χώρος (εν)απόθεσηςмусорная - о σκουπιδότοπος, η χωματερή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > свалка
-
10 отдача
отдач||аж1. ἡ ἐπιστροφή, ἡ πληρωμή (денег, долга)/ ἡ ἐξόφληση (тк. долга):без \отдачаи (не возвращая) ἀνεπιστρεπτί·2. (огнестрельного оружия) τό λάκτισμα, τό κλωτσημα τῶν ὅπλων3. спорт. ἡ ἀπόκρουση [-ις] (μπάλλας, σφαίρας)·4. тех. ἡ ἀποδοση, ἡ ἀποδοτικότητα·5. мор.:\отдача якоря τό ρίξιμο (τής) ἀγκυρας, τό ἀγ-κυροβόλημα· ◊\отдача внаем (в аренду) ἡ ἐκμίσθωση [-ις], τό νοίκιασμα· \отдача под суд ἡ παραπομπή σέ δίκη. -
11 свалка
свалкаЖ1. (действие) τό ξεφόρτωμα, ἡ ἐκφόρτωσις, τό ρίξιμο, τό πέταμα·2. (мусорная) τό σκουπιδαρειό, ὁ σκουπιδότοπος·3. (драка) разг ὁ καυγάς, ἡ συμπλοκή. -
12 толкание
толканиес спорт. ἡ ῶθηση [-ις], τό ρίξιμο:\толкание ядра ἡ σφαιροβολία. -
13 толкание
[ταλκάνιιε] ουσ. ο. ρίξιμο -
14 толкание
[ταλκάνιιε] ουσ ο ρίξιμο -
15 боб
-а α.1. λοβός, το περίβλημα των οσπρίων. || το κουκκί, το οπειρι, το σπέρμα.2. πλθ. -ы τα όσπρια.εκφρ.- ы разводить – ματαιοπονώ, ματαιολογώ, φλυαρώ άσκοπα (δεισιδαιμονία από το ρίξιμο των κουκκιών)•остаться ή сидеть на -ах – την πατώ, πέφτω έξω. -
16 броском
επίρ.μ’ ένα ρίξιμο, πέταγμα, πήδημα. -
17 бросок
-ска α.1. ρίξιμο, ρίψιμο, ριξιά, πέταγμα, πεταξιά.2. (στρατ.) το άλμα. -
18 всыпка
-и θ.(για τεμάχια, κόκκους) ρίξιμο, χύσιμο, άδειασμα μέσα. -
19 выброс
-а α.1. ρίξιμο έξω, πέταγμα2. εξαγωγή, προβολή, πρόταση.3. πεταγμένο πράγμα. -
20 жеребьёвка
-и θ.ζαριά• το ρίξιμο των ζαριών.
См. также в других словарях:
ρίξιμο — το, Ν 1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας») 2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο τού τοίχου») 3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση 4. φρ. «το ρίξιμο τού παιδιού» αποβολή ή έκτρωση εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού … Dictionary of Greek
ρίξιμο — το, ατος 1. ρίψη: Στο ρίξιμο του ακοντίου ήταν ο καλύτερος. 2. πυροβολισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολυταριά — η 1. βολή, ρίξιμο λίθου ή ραβδιού εναντίον ζώου ή ανθρώπου 2. ρίξιμο σουρτοθηλιάς σε θηράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυτάρι + ( ι)ά] … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας … Dictionary of Greek
Michael Kefalianos — Personal Info Nickname The Spartan[1] Born August 16, 1970 (1970 08 16) (age 41) Lagoudi, Kos, Greece Height 5 6 (1.68m) … Wikipedia
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek
έκλυτος — η, ο (AM ἔκλυτος, ον) 1. εξασθενημένος, άτονος 2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς («έκλυτος βίος») αρχ. 1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. ήπιος, μαλακός … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο … Dictionary of Greek
αγκιστριά — η [αγκίστρι] 1. το ρίξιμο τής πετονιάς στη θάλασσα 2. τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι … Dictionary of Greek