Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

1) το ρίξιμο 2)

См. также в других словарях:

  • ρίξιμο — το, Ν 1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας») 2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο τού τοίχου») 3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση 4. φρ. «το ρίξιμο τού παιδιού» αποβολή ή έκτρωση εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ τού αορ. έ ριξ α τού …   Dictionary of Greek

  • ρίξιμο — το, ατος 1. ρίψη: Στο ρίξιμο του ακοντίου ήταν ο καλύτερος. 2. πυροβολισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απολυταριά — η 1. βολή, ρίξιμο λίθου ή ραβδιού εναντίον ζώου ή ανθρώπου 2. ρίξιμο σουρτοθηλιάς σε θηράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολυτάρι + ( ι)ά] …   Dictionary of Greek

  • βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… …   Dictionary of Greek

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • Michael Kefalianos — Personal Info Nickname The Spartan[1] Born August 16, 1970 (1970 08 16) (age 41) Lagoudi, Kos, Greece Height 5 6 (1.68m) …   Wikipedia

  • άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής …   Dictionary of Greek

  • έκλυτος — η, ο (AM ἔκλυτος, ον) 1. εξασθενημένος, άτονος 2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς («έκλυτος βίος») αρχ. 1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. ήπιος, μαλακός …   Dictionary of Greek

  • έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • ίεσις — (I) ἴεσις, ἡ (Α) πορεία, κίνηση, μετάβαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ι , μηδενισμένη βαθμίδα τού ρ. εἶμι (πρβλ. ι έναι) + κατάλ. εσις]. (II) ἵεσις, ἡ (Α) [ίημι] ρίψη, ρίξιμο …   Dictionary of Greek

  • αγκιστριά — η [αγκίστρι] 1. το ρίξιμο τής πετονιάς στη θάλασσα 2. τα ψάρια που πιάνονται κάθε φορά στο αγκίστρι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»